ἀξιόλογος

ἀξιόλογος
ἀξιό-λογος, ον,
A worthy of mention, remarkable,

ὁ ἐν Ἐφέσῳ νηός Hdt.2.148

, etc.;

πόλεμος -ώτατος Th.1.1

;

τοῦτο -ώτερον X.Cyr.8.2.13

;

ἀλίθοι Suid.

Adv.

-γως X.Mem.1.5.5

, Aristeas 72, Phld.Rh.1.2 S., al., Plu.2.128e.
2 of persons, of note, important,

τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10

, etc.
3 ἀ. μιμήματα imitations of worthy objects, Pl.Lg.669e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀξιόλογος — worthy of mention masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιόλογος — η, ο (ΑΜ ἀξιόλογος, ον) 1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος 2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»] …   Dictionary of Greek

  • αξιόλογος — η, ο επίρρ. α σημαντικός, σπουδαίος: Τον ξέρω, είναι άνθρωπος αξιόλογος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξιολογώτερον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc comp sg ἀξιόλογος worthy of mention adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογωτάτων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen superl pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογωτέραις — ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl ἀξιολογωτέρᾱͅς , ἀξιόλογος worthy of mention fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογωτέρων — ἀξιόλογος worthy of mention fem gen comp pl ἀξιόλογος worthy of mention masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογώτατα — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial superl ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολογώτατον — ἀξιόλογος worthy of mention masc acc superl sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιολόγως — ἀξιόλογος worthy of mention adverbial ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιόλογον — ἀξιόλογος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιόλογος worthy of mention neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”